- αιματοκρίτης
- οόργανο με το οποίο μετριέται ο αριθμός των αιμοσφαιρίων στο αίμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιματοκρίτης — Όρος που δηλώνει την κατ’ όγκο σχέση των έμμορφων στοιχείων του αίματος προς το πλάσμα του και εκφράζεται σε επί τοις εκατό αναλογία ανά κ. εκ. αίματος. Επειδή τα έμμορφα στοιχεία του αίματος, όταν εκτιμούνται σε όγκο, αντιπροσωπεύονται σχεδόν… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… … Dictionary of Greek